ηγάν(ε)ος

ηγάν(ε)ος
ἠγάν(ε)ος (Α)
(κατὰ τον Ησύχ.) «νεανίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η διόρθωση τής λέξης είναι σωστή, τότε πιθ. < αγα-* + νέος κατά το ηγάθεος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”